- σολωμικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στον ποιητή Διον. Σολωμό: Ο Πολυλάς συνέχισε τη σολωμική παράδοση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σολωμικός — η, ό, Ν 1. αυτός που αναφέρεται στον ποιητή Διονύσιο Σολωμό 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο σολωμικός, η σολωμική μιμητής τής ποιητικής τεχνοτροπίας τού Σολωμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σολωμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek